μικρασιατικός

μικρασιατικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μικρά Ασία
2. φρ. α) «μικρασιατική καταστροφή» — η ήττα τών Ελλήνων στη Μικρά Ασία το 1922 και το ξερίζωμα τού ελληνικού πληθυσμού που ακολούθησε
β) «ακτές μικρασιατικού τύπου»
γεωλ. ακτές οι οποίες σχηματίζουν ευρείς κόλπους κάθετους προς τη διεύθυνση τής ακτής και παράλληλους προς τη διεύθυνση τών οροσειρών που βρίσκονται στο εσωτερικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μικρασιάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Δ. Βερναρδάκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρόρριζος — η, ο / πρόρριζος, ον, ΝΑ 1. (για φυτά) αυτός που αποσπάστηκε μαζί με τη ρίζα του, σύρριζος 2. μτφ. αυτός που εκδιώχθηκε ολοκληρωτικά από κάπου (α. «ο μικρασιατικός ελληνισμός πρόρριζος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη γενέτειρά του» β. «Ζεύς σε...… …   Dictionary of Greek

  • Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… …   Dictionary of Greek

  • Άττης — ο μικρασιατικός θεός που σχετίζεται με την Κυβέλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”